Η Σαγιάδα, το χωριό του πατέρα μου, βρίσκεται στα ΒΔ του νομού Θεσπρωτίας, απέναντι από την πόλη της Κέρκυρας. Από το 14ο μ.Χ.αιώνα που τη συναντάμε ως Βυζαντινό οικισμό, έχει γνωρίσει πολλούς κατακτητές (Βενετούς, Κερκυραίους, Τούρκους κ.α.), λόγω της γεωγραφικής της θέσης,του λιμανιού, των αλυκών και του ιχθυοτροφείου της. Το 1912 ελευθερώνεται από τον ελληνικό στρατό και το 1943 Γερμανοί και Αλβανοτσάμηδες καίνε το χωριό. Το 1950 ξαναχτίζεται δίπλα στη θάλασσα και τώρα έχει εξελιχθεί σε ένα πλούσιο χωριό με ανεπτυγμένες τη γεωργία, την αλιεία και την κτηνοτροφία. Εκεί ζουν η γιαγιά μου, πολλοί αγαπημένοι συγγενείς και φίλοι μας. Πλούσιο φωτογραφικό και ιστορικό υλικό για το χωριό και την ευρύτερη περιοχή υπάρχει στις διευθύνσεις http://www.sagiada.gr/ και http://labastia.blogspot.com/.
Κάθε χρόνο διοργανώνονται από το Δἠμαρχο του χωριού διάφορες εκδηλώσεις. Πέρσι το καλοκαίρι διοργανώθηκε μια πεζοπορία μέχρι το παλιό χωριό, που ήταν χτισμένο πάνω στην κορυφή του βουνού, έτσι ώστε να αναβιώσουν οι παραδόσεις και κάποιοι άνθρωποι, όπως η γιαγιά μου, που ζούσαν εκεί όταν καταστράφηκε, να ξαναδούν τα πατρικά τους σπίτια και να προσπαθήσουν να σβήσουν τις πικρές αναμνήσεις από το μυαλό τους.
Μαζί με την οικογένειά μου και κάποιους φίλους μας, αποφασίσαμε να λάβουμε μέρος στην ανάβαση. Είχαμε φτιάξει γκλίτσες από κλαδιά, για να μας βοηθήσουν να αναρριχηθούμε. Ο ήλιος έκαιγε, αλλά ευτυχώς φυσούσε ελαφρά και δροσιζόμαστε. Προσανατολιζόμαστε με βελάκια που οδηγούσαν στο παλιό χωριό. Διψούσαμε πολύ και ανακουφιζόμαστε, όταν πίναμε νερό από φυσικές πηγές. Καθώς ανεβαίναμε, συζητούσαμε για το πόσο σημαντική ήταν αυτή η εκδήλωση και για το πόσο θα χαίρονταν και θα συγκινούνταν οι γιαγιάδες μας και οι παππούδες μας, που είχαν ξεριζωθεί και στο βάθος της ψυχής τους περίμεναν μια τέτοια μέρα. Περάσαμε από δύσβατα μονοπάτια και από επικίνδυνα μέρη, όπως απόκρημνες πλαγιές και απότομους γκρεμούς. Είδαμε πολλά είδη φυτών, από μεγάλα κι επιβλητικά δέντρα μέχρι θάμνους και λουλουδάκια. Επίσης, εντοπίσαμε σε μια γωνιά ένα φίδι που έτρωγε έναν ποντικό και απομακρυνθήκαμε αμέσως. Η θέα από ψηλά ήταν μαγευτική. Το Δέλτα των εκβολών του ποταμού Καλαμά με εντυπωσίασε. Ένιωσα τυχερός που κατάγομαι από έναν τόσο ξεχωριστό τόπο, "ζαχαροζυμωμένο", όπως λένε οι ντόπιοι.
Φτάσαμε στην Παλιά Σαγιάδα, μετά από τρεις ώρες εξαντλητικό περπάτημα κι ήμαστε εξουθενωμένοι. Έγινε δοξολογία στη μισοερειπωμένη εκκλησία του χωριού, που είχε να λειτουργήσει 65 χρόνια. Στη συνέχεια οι γιαγιάδες μας, που είχαν έρθει ως εκεί πάνω με τρακτέρ, τραγούδησαν παραδοσιακά τραγούδια και φαίνονταν όλες πολύ συγκινημένες που είχαν επιστρέψει εκεί όπου μεγάλωσαν. Ακολούθησε μια έκθεση φωτογραφίας ανάμεσα στα ερείπια και ένα πανηγύρι με χορούς, όπου χορέψαμε όλοι μαζί, η παλιά και η νέα γενιά. Αυτός ο χορός και το τραγούδι μέσα στα ερείπια νίκησαν τη φρίκη του πολέμου και μας έκαναν να νιώσουμε ικανοποίηση κι αισιοδοξία για τη δύναμη της ζωής.
Οδυσσέας
2
Μια ζεστή μέρα του καλοκαιριού δυο φίλοι μου και εγώ στύβαμε το μυαλό μας μήπως κατεβάσει καμία ιδέα, γιατί θέλαμε να κάνουμε κάτι το διαφορετικό. Μετά από πολλή ώρα βρήκαμε μια ιδέα. Πρότεινα να πάμε μια εκδρομή στο βουνό. Στην αρχή δεν συμφώνησε κανείς γιατί είχαμε να αντιμετωπίσουμε πολλές δυσκολίες πάνω στο βουνό. Τελικά όλοι συμφωνήσαν
Αρχικά πήραμε τον κατάλληλο εξοπλισμό. Μην φανταστείτε και πολλά πράγματα, μόνο λίγο νερό και φάρμακα. Για να ανέβουμε στο βουνό, πρέπει να ντυθούμε καλά, έτσι βάλαμε μακριές φόρμες, αθλητικά παπούτσια και μια κοντή μπλούζα. Στη συνεχεία πήραμε τα ποδήλατα και ξεκινήσαμε. Έπειτα από κανένα δεκάλεπτο δρόμο είχαμε φτάσει στο χαλικόδρομο. Εκείνη τη στιγμή, θυμήθηκα τα λόγια της γιαγιά μου. Κάποτε μου είχε πει ότι, όταν αυτή μικρή, υπήρχε ένα δρομάκι που ίσα ίσα περνούσε ένας άνθρωπος και το καταλάβαιναν αυτό το δρομάκι , γιατί στην αρχή του έχει μια μικρή πέτρινη βρύση που υπάρχει και τώρα. Δεν έπρεπε να πάμε στο βουνό γιατί υπήρχαν μεγάλες δρακότρυπες και οποίος έπεφτε μέσα δεν ξανάβγαινε. Δρόμο περνάμε, δρόμο αφήναμε, η διαδρομή γινόταν όλο και πιο δύσβατη. Το δρομάκι είχε να περπατηθεί εδώ και πολλά χρόνια , όμως εμείς συνεχίζαμε . Δεν υπήρχε χρόνος για ξεκούραση. Μετά από καμία ώρα περπάτημα ,άρχισαν τα τηλεφωνήματα. Εμείς όλο και αγχωνόμασταν. Στην διαδρομή συναντήσαμε μια τρύπα γεμάτη φίδια. Δεν πλησιάσαμε , κάναμε πίσω. Ένα φίδι σιγά σιγά έρχονταν προς τα εμάς. Εκείνη τη στιγμή σταμάτησε και άλλαζε το δέρμα του, εμείς μείναμε έκπληκτοι από αυτό το θέαμα. Συνεχίζαμε την διαδρομή και συναντήσαμε ένα παλιό μοναστήρι που ήταν χτισμένο πάνω στα βράχια. Στο προαύλιο του είχε πολλές ρόδιες και ίσως από εκεί πήρε το όνομα Παναγιά Ροδιά. Το τοπίο ήταν φανταστικό. Από μια πλευρά βουνά και από την άλλη θάλασσα. Καθίσαμε μπροστά στην εκκλησία να ξεκουραστούμε και από εκεί ψηλά αγναντεύαμε την λιμνοθάλασσα Τσουκαλιού και τους ψαράδες να ψαρεύουν με τα μικρά βαρκάκια τους.
Πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Όταν φτάσαμε στο χωριό, είχε νυχτώσει. Όλοι είπαμε ότι δεν θα πούμε σε κανέναν αυτό το γεγονός , όμως εμείς νιώθαμε υπερήφανοι που μπορέσαμε να φτάσουμε μέχρι το μοναστήρι.